συγχαρητήριος

συγχαρητήριος
-α, -ο, Ν
1. αυτός που εκφράζει συμμετοχή στη χαρά τού άλλου, αυτός με τον οποίο συγχαίρει κανείς («συγχαρητήριο τηλεγράφημα»)
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα συγχαρητήρια
έκφραση χαράς, προφορικώς ή γραπτώς, σε κάποιον για ευφρόσυνο γεγονός που τού συνέβη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. συγχαρη- τού αορ. συγχάρηκα τού συγχαίρω + επίθημα -τήριος (πρβλ. κινη-τήριος). Ο τ. συγχαρητήρια μαρτυρείται από το 1856 στο Γαλλοελληνικόν και Ελληνογαλλικόν Λεξικόν τού Σκ. Δ. Βυζαντίου].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • συγχαρητήριος — α, ο μέσο με το οποίο συγχαίρουμε κάποιον: Του έστειλα συγχαρητήριο τηλεγράφημα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • -τήριος — ΝΜΑ παραγωγική κατάληξη επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής η οποία απαντούσε αρχικά σε επίθετα που παράγονταν από αρσ. σε τήρ* (πρβλ. ἀμυντήριος: ἀμυντήρ, για τον σχηματισμό βλ. και λ. ιος) γρήγορα, όμως, εξελίχθηκε σε ανεξάρτητη κατάληξη… …   Dictionary of Greek

  • συγχαρητήρια — τα, Ν βλ. συγχαρητήριος …   Dictionary of Greek

  • συγχαριστικός — ή, όν, Μ συγχαρητήριος. [ΕΤΥΜΟΛ. < συγχαίρω + κατάλ. ιστικός (< ρ. σε ίζω)] …   Dictionary of Greek

  • συγχαρτικός — και συγχαρητικός και συγχαριτικός, ή, όν, Α [συγχαίρω] συγχαρητήριος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”